Σύμφωνα με πρόσφατες αποτιμήσεις των εμπειρογνωμόνων της αγοράς, η παγκόσμια αγορά βιολογικών προϊόντων ξεπέρασε τα 80 δις US$ το 2015 με 3 χαρακτηριστικά ορόσημα:
1. Η Αμερικάνικη αγορά παρέχει ισχυρά ερεθίσματα ανάπτυξης.
2. Η Ευρωπαϊκή βιολογική γεωργία αυξήθηκε κατά μισό εκατομμύριο εκτάρια.
3. Η Γερμανία πέτυχε διψήφιο ρυθμό ανάπτυξης.
Η Γερμανία είναι η μεγαλύτερη χώρα βιολογικών προϊόντων στην Ευρωπαϊκή βιολογική αγορά με πωλήσεις ύψους 8,6 δις ΕΥΡΩ το 2015 που αντιστοιχεί σε αύξηση 11,1% σε σχέση με το 2014.
Η Γαλλία ακολουθεί με συνολικές πωλήσεις που ανέρχονται σε 5,5 δις ΕΥΡΩ ή 10% σε σχέση με το 2014.
Η Ιταλία είναι ένας «βαρέων βαρών» εξαγωγέας. Οι πωλήσεις των βιολογικών προϊόντων ανήλθαν σε 4,2 δις ΕΥΡΩ το 2015. Επειδή η χώρα είναι ένας σημαντικός ευρωπαϊκός προμηθευτής και παραγωγός πολλών βιολογικών προϊόντων (ευρύ φάσμα νωπών λαχανικών, ζυμαρικών, ελαιόλαδου και μεταποιημένων τροφίμων), σχεδόν το 1/3 του ποσού, δηλαδή ~1,5 δις ΕΥΡΩ οφείλονται στις εξαγωγές.
Το Ηνωμένο Βασίλειο επανήλθε στο δρόμο της ανάπτυξης. Μετά από αρκετά χρόνια στασιμότητας και συρρίκνωσης της αγοράς βιολογικών τροφίμων, η χώρα ξαναβρήκε το βηματισμό της στο δρόμο της ανάπτυξης. Ένας ρυθμός ανάπτυξης 4,9% καταγράφηκε το 2015, με πωλήσεις 1,95 δις UK Στερλίνες ή 2,6 δις ΕΥΡΩ.
Η Ελβετία έχει καταστεί καινοτόμος παραγωγός βιολογικών προϊόντων, παρά το δύσκολο κλιματολογικό της περιβάλλον. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η Ελβετία και η Δανία κρατούν τα ηνία στην κατά κεφαλήν κατανάλωση βιολογικών προϊόντων. Μαζί με τη Δανία, την Ελβετία κατέχει το 7,7% του μεριδίου αγοράς στην κατάταξη των ευρωπαϊκών χωρών. Με πωλήσεις ύψους 2,1 δις ΕΥΡΩ, η αγορά των βιολογικών προϊόντων αυξήθηκε επίσης κατά 5% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Οι μεγαλύτερες κατά κεφαλήν καταναλώσεις έχουν ως εξής: Ελβετία: 235 US$, Δανία: 218 US$, και Λουξεμβούργο: 195 US$. H παγκόσμια κατά κεφαλήν κατανάλωση εκτιμάται σε 10,9 US$.
Η Ελλάδα είναι μία μικρή αγορά που χτυπήθηκε έντονα από την οικονομική κρίση και προσπαθεί ακόμη να βρει σταθερό βηματισμό. Η παρατεινόμενη οικονομική ύφεση, η διαρκής μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος, τα capital controls και η αλλοπρόσαλλη φορολογική επιδρομή, δημιουργούν οικονομικές συνθήκες ασφυξίας και κλίμα αποσταθεροποίησης που αποθαρρύνει τις επενδύσεις και αυξάνει την ψυχολογική ανασφάλεια.
Μέσα σε αυτό λοιπόν το πρωτοφανές αλαλούμ και με τα βασικότερα είδη διατροφής (ψωμί και γάλα) να κινούνται αρνητικά, ο κλάδος των Βιολογικών Προϊόντων έχει υποστεί σημαντικό πλήγμα. Αρκετές μεταποιητικές επιχειρήσεις και δεκάδες καταστήματα λιανικής δεν άντεξαν και έκλεισαν.
Οι επιχειρήσεις Βιολογικών Προϊόντων είναι υποχρεωμένες να ξεπεράσουν τις δυσκολίες και τα εμπόδια, να συναντήσουν τις νέες προκλήσεις και να υιοθετήσουν νέες στρατηγικές για να μπορέσουν να ανταγωνιστούν στο νέο ευμετάβλητο επιχειρηματικό περιβάλλον.
Οι επιχειρήσεις είναι υποχρεωμένες να διαμορφώσουν “even better value for lesser money” στρατηγικές και να σκεφθούν πρωτοβουλίες που προβάλλουν τις ηθικές αξίες και την υιοθέτηση πρακτικών δίκαιου εμπορίου. Με την υιοθέτηση τέτοιων στρατηγικών εκτιμάται ότι οι επιχειρήσεις θα διασφαλίσουν θετική ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια, με την προϋπόθεση ότι η εθνική οικονομία θα ανακάμψει λίαν συντόμως.